λεύσιμον

λεύσιμον
λεύσιμος
stoning
masc/fem acc sg
λεύσιμος
stoning
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πέτρωμα — το, ΝΜΑ [πετρώ] νεοελλ. 1. γεωλ. συσσωμάτωμα ενός ή περισσότερων ορυκτών που καταλαμβάνει τμήμα τού στερεού φλοιού τής Γης («εκρηξιγενή, ιζηματογενή, μεταμορφωμένα πετρώματα») 2. η μετατροπή σε πέτρα, η απολίθωση 3. η πήξη, η μεταβολή υγρού σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”